- ευφημώ
- (ΑΜ εὐφημῶ, -έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος]1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.)2. (κατ' επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή3. επαινώ, εγκωμιάζω («εὐφήμησεν αὐτὸν ὁ Ἀγαμέμνων καὶ πολλοὶ τοῡ στρατοῡ», Μαλάλ. Ι.)μσν.-αρχ.φωνάζω μεγαλόφωνα για θρίαμβο ή για έπαινο κάποιου, επευφημώ, κραυγάζω σε θρίαμβο («κέλαδον Ἑλλήνων πάρα... ηὐφήμησεν», Αισχύλ.)1. παθ. εὐφημοῡμαι, -έομαια) μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξειςβ) ονομάζομαι ή αποκαλούμαι με επαινετική ή κολακευτική προσφώνησηγ) τιμούμαι2. φρ. «εὐφήμει, εὐφημεῑτε» — σωπάστε, τηρείστε σιγή για αποφυγή κάποιου κακού οιωνού.
Dictionary of Greek. 2013.